Στέλιος Μαυρομμάτης, Ανδρέας Παναγίδης, Μιχαήλ Κουτσόφτας
Τρία παλληκάρια που έδωσαν τη ζωή τους για την Απελευθέρωση και Ένωση της πατρίδας μας με την μητέρα Ελλάδα. Τρείς ήρωες οι οποίοι απαγχονίστηκαν από τους βάρβαρους Άγγλους στις 21 Σεπτεμβρίου 1956 ώρα 00:45.
Ο Στέλιος Μαυρομμάτης γεννήθηκε στο χωριό Λάρνακα της Λαπήθου, της επαρχίας Κερύνειας, στις 15 Νοεμβρίου 1932. Τελείωσε το Δημοτικό σχολείο στο χωριό του και την Εμπορική Σχολή Σαμουήλ στη Λευκωσία. Εργάστηκε για δυο χρόνια στον αγγλικό στρατό στο Σουέζ και στη συνέχεια εργαζόταν στο αγγλικό αεροδρόμιο Λευκωσίας ως γραφέας μέχρι τη σύλληψή του. Ήταν μέλος της επιτροπής των σωματείων Σ.Ε.Κ και Θ.Ο.Ι στο χωριό του, στην ίδρυση των οποίων πρωτοστάτησε ο πατέρας του. Με την έναρξη του αγώνα εντάχθηκε στην Ε.Ο.Κ.Α και πήρε μέρος σε επιχείρηση δολιοφθοράς εναντίον αεροπλάνων των Άγγλων. Συνέβαλε επίσης ουσιαστικά στη συλλογή των κυνηγετικών όπλων από ιδιώτες στην περιοχή Λευκωσίας. Έδρασε ιδιαίτερα στην περιοχή των οδών Λήδρας και Ονασαγόρου, την οποία οι Άγγλοι είχαν ονομάσει «μίλι του θανάτου». Μεταξύ των συνεργατών του ήταν και ο ξάδελφός του Ευαγόρας Παλληκαρίδης. Στενοί συνεργάτες του στη μεταφορά και απόκρυψη οπλισμού, καθώς και στη φιλοξενία και φυγάδευση καταζητούμενων προσώπων ήταν και οι γονείς και τα αδέλφια του. Σε μια ανεπιτυχή επίθεση του ιδίου και των δυο συναγωνιστών του εναντίον του Βρετανού σμηνία Νόρμαλ Άλφρεντ και του αεροπόρου Λώρενς Ληθ της βρετανικής βασιλικής αεροπορίας στην οδό Αγίου Παύλου στον Άγιο Δομέτιο Λευκωσίας, ο Στέλιος Μαυρομμάτης ανακόπηκε κατά την αποχώρηση από Άγγλο κάτοικο της περιοχής και συνελήφθη από τους δυο Άγγλους αεροπόρους.
Ο Ανδρέας Παναγίδης γεννήθηκε στο χωριό Παλαιομέτοχο, της επαρχίας Λευκωσίας, στις 14 Νοεμβρίου 1934. Τελείωσε το Δημοτικό σχολείο Παλαιομετόχου και εργαζόταν στην κουζίνα του αγγλικού στρατού στο αεροδρόμιο Λευκωσίας. Με την έναρξη του Αγώνα προσφέρθηκε να υπηρετήσει στις τάξεις της Ε.Ο.Κ.Α, μαζί με το φίλο του ήρωα Μιχαήλ Κουτσόφτα. Η σταθερή και αμετακίνητη επιμονή τους έπεισε τον ιερέα Παλαιομετόχου Παπαλευτέρη να τους ορκίσει. Η πρώτη δράση του Παναγίδη ήταν η ύψωση της ελληνικής σημαίας. Σε έρευνα που έκανε Άγγλος στρατιώτης στην τσάντα του, στον τόπο της εργασίας του, αμέσως μετά την εκτέλεση των Καραολή και Δημητρίου, βρήκε μια ελληνική σημαία και ζήτησε από τον Ανδρέα να του σκουπίσει με αυτή τα παπούτσια του. Τόση ήταν η προσβολή που ένιωσε ο Ανδρέας, ώστε ήλθε στα χέρια μαζί του κτυπώντας τον άγρια. Την επόμενη μέρα 16 Μαΐου 1956, ο Παναγίδης, ο Κουτσόφτας και ο Παρασκευάς Χοιροπούλης, πήγαν στο αεροδρόμιο Λευκωσίας, στο παρατηρητήριο “Όμηρος”. Στόχος τους ήταν να πάρουν τα όπλα που βρίσκονταν εκεί και να απαγάγουν τον Άγγλο στρατιώτη που τα φρουρούσε. Το στρατιώτη σκόπευαν να τον ανταλλάξουν με το Χαρίλαο Μιχαήλ ή τον Αντρέα Ζάκο. Τη συγκεκριμένη μέρα όμως, σε μικρή απόσταση από το παρατηρητήριο, υπήρχαν πολλοί στρατιώτες που τοποθετούσαν συρματοπλέγματα. Μέσα στο παρατηρητήριο, αντί ένας στρατιώτης, υπήρχαν δύο. Έγινε μεγάλη μάχη κατά την οποία σκοτώθηκε ο ένας στρατιώτης και τραυματίστηκε ο δεύτερος. Οι τρεις τους, προσπάθησαν να διαφύγουν, αλλά δυστυχώς δεν τα κατάφεραν.
Ο Μιχαήλ Κουτσόφτας γεννήθηκε στο Παλαιομέτοχο, της επαρχίας Λευκωσίας, στις 12 Νοεμβρίου 1934. Αποφοίτησε από το Δημοτικό σχολείο Παλαιομετόχου και εργαζόταν σε νηματουργείο ως βαφέας. Με την έναρξη του αγώνα προσφέρθηκε να υπηρετήσει στις τάξεις της Ε.Ο.Κ.Α. Λόγω όμως της αριστερής ιδεολογίας του, αλλά και του ότι ήταν ορφανός από πατέρα και είχε τη μικρή του αδελφή ανύπανδρη, υπήρχαν επιφυλάξεις. Τελικά η σταθερή και αμετακίνητη επιμονή του έπεισε τον ιερέα Παλαιομετόχου Παπά Λευτέρη να τον ορκίσει. Η πρώτη του δράση ήταν η ύψωση της ελληνικής σημαίας στην κορυφή των ευκαλύπτων στο κέντρο του χωριού του, την οποία κατέβαζαν οι Άγγλοι. Ένα βράδυ έκοψε, με το φίλο του Ανδρέα Παναγίδη, τα κλαδιά των ευκαλύπτων, για να μη μπορούν οι στρατιώτες να κατεβάσουν τη σημαία. Εκείνοι έκοψαν τα δέντρα από τη ρίζα. Ο απαγχονισμός του Καραολή και του Δημητρίου αναστάτωσαν τον Κουτσόφτα τόσο πολύ που εγκατέλειψε τη δουλειά του και για μερικές μέρες κατόπτευε το αεροδρόμιο Λευκωσίας, όπου στάθμευαν Άγγλοι στρατιώτες, αναζητώντας τόπο και τρόπο να ανταποδώσει το πλήγμα. Σε συμβουλές της μάνας του να προσέχει, απάντησε :»Για την ελευθερία της Κύπρου μας όλοι ανοίξαμε τα στήθη, μητέρα.». Στις 16 Μαΐου, έξι μέρες μετά την εκτέλεση του Καραολή και του Δημητρίου, αφού πέρασε από τον Παπά Λευτέρη και του ζήτησε να σταθεί προστάτης της αδελφής του, αν τυχόν συλληφθεί, έφυγε με τους φίλους του Ανδρέα Παναγίδη και Παρασκευά Χοιροπούλη, για το χώρο του αεροδρομίου Λευκωσίας, όπου επιτέθηκαν και σκότωσαν τον Άγγλο σμηναγό Πάτρικ Τζων Χέιλ. Καταδιώχθηκαν και συνελήφθησαν από αγγλικά στρατεύματα.
Οι τρεις απαγχονισθέντες τάφηκαν στο Κοιμητήριο των Κεντρικών Φυλακών, δίπλα από τους τάφους των Μιχαλάκη Καραολή, Ανδρέα Δημητρίου, Ανδρέα Ζάκου, Ιάκωβου Πατάτσου και Χαρίλαου Μιχαήλ και αργότερα των Μάρκο Δράκο, Γρηγόρη Αυξεντίου, Ευαγόρα Παλληκαρίδη, Στυλιανό Λένα και Κυριάκο Μάτση.