Μιχαήλ Κουτσόφτας,Στέλιος Μαυρομμάτης και Ανδρέας Παναγίδης

Τα τρία παλληκάρια, που πάνω από όλα έθεσαν τον πόθο τους για Λευτεριά και Ένωση με την Μητέρα Ελλάδα, που ήταν έτοιμοι να κάνουν τα πάντα για τον σκοπό του εθνικοκοινωνικού αγώνα, πριν από 63 χρόνια περνούσαν το κατώφλι της Αθανασίας, τραγουδώντας περήφανα τον Εθνικό Ύμνο μέχρις ότου ο ήχος της καταπακτής ακούστηκε. Μόνο έτσι μπορούσε ο αγγλικός ζυγός να τους κάνει να σωπάσουν. Ο προαιώνιος όμως πόθος για Λευτεριά δυνάμωσε ακόμη παραπάνω, η αδικία και ο πόνος έγιναν περίσσιο θάρρος και άσβεστη φλόγα στα στήθια κάθε Έλληνα Κύπριου, που δεν πρόκειται ποτέ να χαθεί ή να λυγίσει, μπροστά στους κατακτητές και τους αφεντάδες των καιρών!

Μιχαήλ Κουτσόφτας

«…Δεν υπάρχει λόγος να φοβόμαστε το θάνατο, αφού πιστεύουμε στο αληθινό φως. Απ’ τη στιγμή που άκουσα την ώρα της εκτελέσεώς μας, νιώθω την ψυχή μου να είναι γιομάτη από μια αληθινή χαρά…»

Ανδρεία, είναι το λιγότερο που μπορεί να χαρακτηρίσει έναν Ήρωα που ήταν έτοιμος να θυσιαστεί στο όνομα της Ελευθερίας. Δεν υπάρχει λόγος να φοβόμαστε το θάνατο όπως ο ίδιος έγραφε σε ένα γράμμα προς τη μάνα του.

Ο Μιχαήλ Κουτσόφτας γεννήθηκε στο Παλιομέτοχο στις 12 Νοεμβρίου του 1934. Ήταν παιδί της Ελένης και του Κυριάκου Κουτσόφτα και είχε πέντε αδέρφια. Ήταν παντρεμένος με την Ευγενία Κουτσόφτα. Αποφοιτώντας από το Δημοτικό σχολείο, εργάστηκε ως οικοδόμος και αργότερα ως μπογιατζής σε υφαντουργείο.

Εντάχθηκε στην Ε.Ο.Κ.Α και δεν το ανέφερε ποτέ σε κανένα. Πρώτη του δράση ήταν η ανύψωση της Ελληνικής σημαίας στην κορυφή των ευκαλύπτων του χωριού του μαζί με τον Ανδρέα Παναγίδη, την οποία οι Άγγλοι κατέβαζαν. Ένα βράδυ όμως, οι Ήρωες έκοψαν τα κλαδιά για να μην μπορούν να την κατεβάσουν ξανά. Στις 16 Μαΐου, μαζί με τους Ανδρέα Παναγίδη, Στέλιο Μαυρομμάτη και Παρασκευά Χοιροπούλη σκόπευαν να πάρουν τα όπλα που βρίσκονταν στον χώρο του αεροδρομίου Λευκωσίας και να κρατήσουν όμηρο τον Άγγλο στρατιώτη που τα φύλαγε. Σκόπευαν να τον ανταλλάξουν με τους Χαρίλαο Μιχαήλ και Ανδρέα Ζάκο. Στην προσπάθεια τους, συνελήφθησαν και οι τρεις. Αρχικά, οδηγήθηκε στον Άγιο Δομέτιο και στη συνέχεια φυλακίστηκε. Δικάστηκε και στις 18 Ιουνίου εκδόθηκε απόφαση ότι καταδικάστηκε σε θάνατο διά απαγχονισμού όπως και ο Ανδρέας Παναγίδης. Στις 23 Ιουλίου πραγματοποίησαν έφεση, η οποία απορρίφθηκε. Απαγχονίστηκε μισή ώρα μετά τα μεσάνυχτα της 21ης Σεπτεμβρίου 1956, μαζί με τους Στέλιο Μαυρομμάτη και Ανδρέα Παναγίδη.

Στέλιος Μαυρομμάτης

Ο Στέλιος Μαυρομάτης γεννήθηκε στο χωριό Λάρνακα της Λαπήθου της επαρχίας Κερύνειας στις 15 Νοεμβρίου 1932.  Ήταν ο πρωτότοκος γιος του Χριστόφορου και της Ελένης Μαυρομμάτη και είχε τρία αδέρφια. Όταν τελείωσε το Δημοτικό σχολείο του χωριού του, φοίτησε στην Εμπορική Σχολή Σαμουήλ στη Λευκωσία.  Εργάστηκε για δυο χρόνια στον αγγλικό στρατό στην περιοχή του Σουέζ και το 1954 επέστρεψε στην Κύπρο, όπου εργάστηκε ως γραφέας, στο αγγλικό αεροδρόμιο της Λευκωσίας.

Εντάχθηκε στην Ε.Ο.Κ.Α και τα ξημερώματα της 1ης Απριλίου 1955, συμμετείχε σε επιχείρηση δολιοφθοράς εναντίον Αγγλικών αεροπλάνων στο αεροδρόμιο Λευκωσίας. Συμμετείχε και συνελήφθη μαζί με τους Ανδρέα Παναγίδη και Μιχαήλ Κουτσοφτα στις 16 Μαΐου στην επιχείρηση εναντίον του Άγγλου Σμηνία Νόρμαλ Άλφρεντ. Φυλακίστηκε και καταδικάστηκε σε θάνατο με απαγχονισμό. Εκτελέστηκε μισή ώρα μετά τα μεσάνυχτα της 21ης Σεπτεμβρίου 1956, μαζί με τους Ανδρέα Παναγίδη και Μιχαήλ Κουτσόφτα. Το ψυχικό σθένος και η αγάπη του για την πατρίδα φάνηκαν μέχρι και την τελευταία στιγμή της ζωής του, που όταν πλησίαζε στην αγχόνη, φώναξε στους Άγγλους «Σκοτώστε με, δεν σας φοβάμαι, είναι πολλοί πίσω μου που θα πάρουν το αίμα μου». Μετά την εκτέλεσή του, διεξήχθησαν έρευνες στο σπίτι του και η αδερφή του Μαρία πυροβολήθηκε από Άγγλο στρατιώτη στη σπονδυλική στήλη καθηλώνοντάς την σε αναπηρική καρέκλα.

Η αγάπη του για την Ένωση και την Ελευθερία, έμεινε χαραγμένη στο τελευταίο του γράμμα προς την οικογένειά του.

«…Να είστε δε βέβαιοι πως γρήγορα θα ανατείλει το άστρον της Ελευθερίας και της δικαιοσύνης στο νησί μας, τον ψυχρό δε και σκοτεινό χειμώνα των θλίψεων και δοκιμασιών θα επακολουθήσει η γλυκεία άνοιξης της γαλήνης και ευτυχίας. Θέλω να είστε υπερήφανοι γιατί ο υιός και αδελφός σας θυσιάστηκε για την κοινήν ελευθερία. Θυσιάστηκε γιατί θέλησε να χαρεί κι αυτός μαζί με όλους τους Έλληνες της Κύπρου το μεγαλύτερο δώρο που χάρισε ο Θεός στην ανθρωπότητα…»

Ανδρέας Παναγίδης

Ο Ανδρέας Παναγίδης γεννήθηκε στο Παλιομέτοχο στις 30 Ιανουαρίου 1934. Πατέρας του ήταν ο Γρηγόρης Παναγή και μητέρα του η Δέσποινα Χατζηκυριάκου-Παναγή. Είχε τρία αδέρφια, τη Μαρία, την Άννα και τον Κυριάκο. Εντάχθηκε στην Ε.Ο.Κ.Α και η ορκωμοσία του έγινε από τον τομεάρχη Κυριάκο Γωγάκη. Μία από τις πρώτες του δράσεις ήταν η ανύψωση της ελληνικής σημαίας στην κορυφή των ευκαλύπτων στο κέντρο του χωριού του, μαζί με το φίλο του Μιχαήλ Κουτσόφτα, την οποία κατέβαζαν οι Άγγλοι. Ένα βράδυ μαζί με τον Κουτσόφτα, έκοψαν τα κλαδιά των ευκαλύπτων, για να μην μπορούν οι στρατιώτες να κατεβάσουν τη σημαία.

Σε έρευνα που διενήργησε Άγγλος στρατιώτης στον τόπο της εργασίας του, βρήκε στην τσάντα του Παναγίδη μια Ελληνική σημαία και του ζήτησε να σκουπίσει με αυτή τα παπούτσια του. Ο Παναγίδης του επιτέθηκε και τον χτύπησε άγρια, ενώ την επόμενη ημέρα 16 Μαΐου, έξι μέρες μετά την εκτέλεση του Μιχάλη Καραολή και του Ανδρέα Δημητρίου, μαζί με τους Μιχαήλ Κουτσόφτα και Παρασκευά Χοιροπούλη, πήγαν στο χώρο του αεροδρομίου Λευκωσίας στο παρατηρητήριο «Όμηρος». Στόχος τους ήταν να πάρουν τα όπλα που βρίσκονταν εκεί και να απαγάγουν τον Άγγλο στρατιώτη που τα φρουρούσε, τον οποίο σκόπευαν να ανταλλάξουν με το Χαρίλαο Μιχαήλ ή τον Αντρέα Ζάκο.

Μέσα στο παρατηρητήριο, υπήρχαν δύο οπλίτες και μετά από μάχη, τραυματίστηκε ο ένας και σκοτώθηκε ο Σμηνίας Πάτρικ Τζων Χέιλ. Προσπάθησαν να διαφύγουν, όμως πρώτος συνελήφθη ο Παναγίδης και δέκα λεπτά αργότερα ο Κουτσόφτας, ενώ δυόμισι ώρες μετά, συνελήφθη ο Παρασκευάς Χοιροπούλης, με τη βοήθεια ελικοπτέρου. Αρχικά, οδηγήθηκε στην Ομορφίτα και στη συνέχεια φυλακίστηκε. Δικάστηκε στις 13 Ιουνίου και στις 18 Ιουνίου εκδόθηκε η δικαστική απόφαση με την οποία καταδικάστηκε σε θάνατο διά απαγχονισμού. Σε επιστολή που έστειλε στη σύζυγο και τα παιδιά του έγραφε:

«Αξιολάτρευτα μου παιδιά, πολυαγαπημένη μου γυναίκα, Χαίρετε. Αυτήν την στιγμήν που σας γράφω είναι Τρίτη, 10 η ώρα βράδυ. Ακριβώς πριν τρία λεπτά μας ειδοποίησαν ότι χαράματα της Παρασκευής 21.9.1956, θα εκτελεσθούμε. Ίσως, όταν διαβάζετε αυτό το γράμμα, εγώ να μην υπάρχω αναμεταξύ στους ζωντανούς. Λατρευτά μου παιδιά, σας αφήνω για πάντα, στην τόσο νεαρή μου ηλικία. Στα 22 μου χρόνια πεθαίνω για χάρη μιας μεγάλης ιδέας. Σας εύχομαι, αγαπημένα μου παιδιά, να γινείτε καλοί Χριστιανοί και καλοί Έλληνες Κύπριοι. Ακολουθήστε πάντα τον δρόμο της αρετής. Να είσθε πάντα βέβαιοι ότι σας αγάπησα τόσο θερμά και με μια απέραντη πατρική αγάπη. Αλλά δυστυχώς σας αφήνω, χωρίς να σας δω να μεγαλώνετε, όπως το ονειρευόμουν… Κι εσύ, πολυαγαπημένη μου Γιαννούλα, σου ζητώ για τελευταία χάρη να περνάς καλά με τα παιδιά μας. Αγάπα τα θερμά, τόσο πολύ, και για μένα. Και εγώ από ψηλά θα σας στέλλω τις πιο θερμές μου ευχές. Και να σεβαστείς και το δικό μου όνομα. Βλέπεις ότι η μοίρα θέλησε να μας πικράνει στα πρώτα χρόνια του γάμου μας. Αυτή τη στιγμή που σου γράφω, ένα χαμόγελο γλυκύ στολίζει τα χείλη μου, γιατί είμαι ευτυχισμένος που αφήνω τα παιδιά μου σε μια καλή μητέρα. Η ψυχή μου είναι γεμάτη μια αληθινή χαρά, γιατί είμαι υπερήφανος για σένα. Μη δώσεις καμιά ματιά στο παρελθόν, αλλά κοίταζε το παρόν. Σου ζητώ συγγνώμη και συγχώρεση για ό, τι σου έφταιξα Γιαννούλα…Έχετε γεια, μια και για πάντα, αγαπημένες μου υπάρξεις. Με φιλιά και αγάπη, ο σύζυγος σου και ο αγαπητός σας πατέρας Ανδρέας Σ. Παναγίδης».

Γραφείο Τύπου
Π.Ε.Ο.Φ Θεσσαλονίκης