Ελύτης, όπως λέμε Ελλάδα – Πνευματική Ανασκόπηση

Ελευθερία για σένα θα δακρύσει από χαρά ο ήλιος».

Ο Οδυσσέας Αλεπουδέλης γεννιέται στην Κρήτη, στις 2 Νοεμβρίου το 1911. Αποτελεί έναν εκ των σημαντικότερων Ελλήνων ποιητών, από τους τελευταίους εκφραστές της λεγόμενης γενιάς του ‘30, ένα από τα χαρακτηριστικά της οποίας υπήρξε το ιδεολογικό δίλημμα ανάμεσα στην ελληνική παράδοση και τον ευρωπαϊκό μοντερνισμό. Τα πρώτα του ποιήματα δημοσιεύονται στο 11ο τεύχος του περιοδικού Νέα Γράμματα, τον Νοέμβριο του 1935. Ο ποιητής, ήθελε ένα ψευδώνυμο, το οποίο θα συνόδευε τα ποιήματά του αυτά. «Οι λέξεις που ξεκινούσαν από «ελ» μου ασκούσαν πάντα μια μαγεία. Ελλάδα, Ελευθερία, ελπίδα και μια Ελένη που ερωτεύτηκα». Κατόπιν ήταν το γράμμα ύψιλον, που για μένα είναι το πιο ελληνικό γράμμα. Και έβαλα μετά το λάμδα, το ύψιλον. Δεν χρειαζόταν λοιπόν, παρά να βάλω μια κατάληξη που να είναι και λίγο αρχαιοπρεπής αν θέλετε –ύτης και έτσι ενώ στην αρχή έψαχνα να βάλω κάτι μεταξύ του «ελ» και του «της», έβαλα το ύψιλον». Και κάπως έτσι γεννιέται ο Οδυσσέας Ελύτης.

Ο πόλεμος του 1940 σημαδεύει τον ποιητή, ο οποίος πολέμησε στο αλβανικό μέτωπο, το ίδιο και η Ελλάδα της Κατοχής και του Εμφυλίου. Πλέον, στα ποιήματά του το ελληνικό τοπίο χρησιμοποιείται μεταφορικά, δοξάζοντας την Ελευθερία και καταδικάζοντας τον πόλεμο και την υποταγή του πνεύματος. Οδηγείται έτσι σε μια ποιητική ωρίμανση, που φαίνεται για πρώτη φορά στο ποίημα «Ήλιος ο πρώτος». Το 1979 τιμάται με το Νόμπελ Λογοτεχνίας «για την ποίησή του, η οποία, με φόντο την ελληνική παράδοση, ζωντανεύει με αισθηματοποιημένη δύναμη και πνευματική καθαρότητα βλέμματος τον αγώνα του σύγχρονου ανθρώπου για ελευθερία και δημιουργικότητα». Η Ελευθερία ήταν μια λέξη που τον συγκινούσε βαθύτατα ως έννοια. Έτσι, το 1972, μερικά χρόνια πριν από τη βράβευσή του με Νόμπελ, αρνείται να παραλάβει το Μεγάλο Βραβείο Λογοτεχνίας που είχε θεσπίσει η δικτατορία της Χούντας, παραμένοντας πιστός στη λέξη αυτή.

«Ο Έρωτας. Το Αρχιπέλαγος».

Οι δύο πρώτες λέξεις, του πρώτου ποιήματος της πρώτης του συλλογής «ΠΡΟΣΑΝΑΤΟΛΙΣΜΟΙ», θα μπορούσαν κάλλιστα, όπως εξάλλου αναφέρει και ο ίδιος ο ποιητής, να χαρακτηρίσουν το σύνολο της ποιητικής του πορείας, με την ωριμότητα βέβαια που απέκτησαν στη διάρκεια του χρόνου. Στηρίζεται στις αισθήσεις, αφού αυτές αποτελούν μια γλώσσα κοινή, που όμως καταφέρνει να τις ανάγει από το «χυδαίο» που ίσως εμπεριέχουν κάποτε, σε ένα επίπεδο εξαγιασμένο. Το ελληνικό τοπίο του ασκεί μια γοητεία μοναδική. Αγοράζει αρκετά βιβλία που έχουν να κάνουν με την ελληνική φύση και παράλληλα περιπλανάται σε όλη την Ελλάδα, σε μια προσπάθειά του να την ανακαλύψει. Η αγάπη του Ελύτη για τον τόπο του και την Ελλάδα άλλαξε την ελληνική ποίηση. Αγάπησε την ελληνική γλώσσα όσο λίγοι – η ποίησή του έχει γραφεί με τη χρήση περίπου 8 χιλιάδων λέξεων – και πήγε ένα βήμα παραπέρα, προχωρώντας στον εμπλουτισμό της με νέες λέξεις και συμβάλλοντας στην ανανέωσή της. Το Άξιον Εστί, ο ύμνος Β’ των Παθών, μπορεί να χαρακτηριστεί ως γλωσσικό μανιφέστο. Η γλώσσα ξεκινά ως κληροδοσία: «Την γλώσσα μου έδωσαν ελληνική», αλλά στο τέλος καταλήγει σε συνειδητή κληρονομιά: «Μονάχη έγνοια η γλώσσα μου» με χρήση της κτητικής αντωνυμίας «μου». Ο πρόεδρος του Παγκύπριου Συνδέσμου Αμερικής, Φίλιπ Κρίστοφερ, είπε ότι «για μας ο Οδυσσέας Ελύτης είναι ο ποιητής μας, αυτός που μας έμαθε να εκτιμούμε τον πλούτο της γλώσσας μας, να ακριβολογούμε μέσα στα μυστήρια, να αφουγκραζόμαστε τους παφλασμούς της θάλασσας, να σεβόμαστε τα τοπία της πατρίδας μας, να παρατηρούμε το παιχνίδισμα του ήλιου στα κυκλαδόσπιτα».

Πέραν από τον «έρωτα» και το «αρχιπέλαγος», διαβάζοντας τα ποιήματά του, έρχεται στο μυαλό η λέξη «ελληνικότητα», έννοια κεντρική στην ποίησή του, μια λέξη που τότε δεν ήταν τόσο ξεκάθαρη η σημασία της και που ακόμη και σήμερα ερμηνεύεται από τον καθένα κατά πως τον συμφέρει. Ο Ελύτης, σε μια προσπάθεια να ξεκαθαρίσει την έννοια αυτή εξηγεί πως ελληνικότητα για τον ίδιο «είναι απλούστατα ένας τρόπος να βλέπεις και να αισθάνεσαι τα πράγματα. Είναι αυτό που κάνει τον άνθρωπο να αντιδρά με έναν καθορισμένο τρόπο. Αυτό είναι ελληνικότητα. Και στην αρχαιότητα και στον μεσαίωνα, αλλά και σήμερα». Ο Έλληνας είναι φορέας, πολλές φορές ασυνείδητα, της ελληνικότητας. Η ανωριμότητα δεν επιτρέπει το αίσθημα της ταυτότητας. Ας ωριμάσουμε λοιπόν και ας τολμήσουμε να αγγίξουμε την ταυτότητά μας, με την αγιότητα των αισθήσεων των ποιημάτων του Ελύτη. Για να καταφέρουμε να φτάσουμε την ωριμότητα αυτή που απαιτείται προϋποτίθεται η γνώση της ιστορίας μας. Μιας ιστορίας που κινείται πάντα στα ίδια μοτίβα, με μια Ελλάδα «να αγωνίζεται ως μικρή κι ως αδικημένη».

«ΑΥΤΟΣ, ο κόσμος ο μικρός, ο μέγας!»

Η αγάπη του Ελύτη για τη μικρή αυτή γη διαφαίνεται σε όλα του τα έργα, τα οποία είναι διάχυτα με εικόνες του αιγαιοπελαγίτικου τοπίου και η περιγραφή των οποίων φτάνει σε βαθμό δοξολογίας στο ποίημά του, «Άξιον Εστί». Η ιδέα για το σύνολο του έργου αυτού, γεννάται όταν ο ποιητής φεύγει από την Ελλάδα, έχοντας στη σκέψη του εικόνες από τα πεινασμένα Ελληνόπουλα και φτάνοντας στην Ελβετία, όπου έρχεται αντιμέτωπος με το τεράστιο χάσμα ανάμεσα στις συνθήκες διαβίωσης των δύο χωρών. Έτσι, το «ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ» αποκτά έναν χαρακτήρα δεητικό, με αναλογίες όπως αυτές της Θείας Λειτουργίας, αναφερόμενο όμως στο δράμα της Ελλάδας της τότε εποχής. Στο ποίημα γίνεται προσπάθεια να ταυτιστεί η μοίρα του ποιητή με τη μοίρα της Ελλάδας, αφού και οι δυο πασχίζουν για την Ελευθερία.

«αλλά λίγο το νερό
για να το ‘χεις Θεό και να κατέχεις τι σημαίνει ο λόγος του
και το δέντρο μονάχο του
χωρίς κοπάδι
για να το κάνεις φίλο σου
και να γνωρίζεις τ’ ακριβό του τ’ όνομα
φτενό στα πόδια σου το χώμα
για να μην έχεις πού ν’ απλώσεις ρίζα
και να τραβάς του βάθους ολοένα
και πλατύς επάνου ο ουρανός
για να διαβάζεις μόνος σου την απεραντοσύνη.
ΑΥΤΟΣ
ο κόσμος ο μικρός, ο μέγας!»
(απόσπασμα ποιήματος Η ΓΕΝΕΣΙΣ, ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ)

Στο πρώτο μέρος, «Η ΓΕΝΕΣΙΣ», περιγράφεται η ομορφιά του ελληνικού τοπίου και η σημασία της ελληνικής φύσης στη διαμόρφωση του ελληνικού τρόπου ζωής. Αναφέρεται στις ιδιομορφίες του τοπίου – άγονο έδαφος, λειψυδρία – και τονίζεται η σημασία της στέρησης και του μέτρου. Ο άνθρωπος, που δεν έχει γνωρίσει στη ζωή του εύκολο στήριγμα, αναγκάστηκε να φτάσει σε βάθος τη σκέψη του αναζητώντας την βαθύτερη ουσία των πραγμάτων. Σε συνέντευξή του, ο Οδυσσέας Ελύτης εξηγεί γιατί όταν ο Λε Κορμπιζιέρ (Γάλλος μοντερνιστής αρχιτέκτονας) είδε για πρώτη φορά τα σπίτια των Κυκλάδων έμεινε έκθαμβος: «Αυτό που έψαχναν αυτοί να βρούνε μέσα από τους μαιάνδρους της δυτικής έρευνας, οι τεχνίτες των νησιών τα είχαν βρει ως λύσεις που ήταν και πρακτικές και αισθητικές μαζί. Όσο πιο σωστά εξυπηρετούσε έναν πρακτικό σκοπό, τόσο πιο πολύ απέβαλλε τα περιττά και τα στολίδια, έτσι που στο τέλος έμενε μόνο η ουσία». Ο ποιητής αντιλαμβάνεται την αξία της φύσης και την ταπείνωση που πρέπει να επιδεικνύει ο άνθρωπος μπροστά στους νόμους και τις ανάγκες της. Στο τέλος της «ΓΕΝΕΣΙΣ», παρουσιάζεται ο ουρανός, ο οποίος συμβολίζει την Ελευθερία, αλλά και το άγνωστο. Η ευρύτητά του στο ελληνικό τοπίο, παρακίνησε τον άνθρωπο να αναλύσει και να κατανοήσει τα μυστήρια της φύσης, «παρόλο που το μυστήριο της ζωής παραμένει μυστήριο ακόμα και μέσα στο απόλυτο φως». Κι εδώ, πώς θα μπορούσαμε να μην διερωτηθούμε για τις συνέπειες της αποξένωσης του ανθρώπου από τη φύση ή ακόμα χειρότερα, της αλλοίωσης του ελληνικού τοπίου και της ασέβειας προς το πνεύμα του τόπου; Μήπως όταν απομακρυνόμαστε από τη φύση, απομακρυνόμαστε και από τις βασικές αξίες του πολιτισμού μας, οι οποίες αναπτύχθηκαν χάρη σ’ αυτήν;

«Αυτός που γύρευα, είμαι».

Σε συνέντεξή του το 1980, ο ποιητής μιλά για τους ενδοιασμούς του για την ένταξη της Ελλάδας στην Ευρώπη, εκφράζοντας τον φόβο μήπως αλλοιωθεί ο χαρακτήρας της και η φυσιογνωμία της. Συμπληρώνοντας όμως τη σκέψη του, μας θυμίζει πως ο Ελληνισμός παρουσίαζε πάντοτε μιαν εκπληκτική ικανότητα να προσαρμόζεται και να δραστηριοποιείται μέσα στα ξένα σύνολα. Έτσι, αναγνωρίζει πως ίσως θα ήταν πιο σωστό να προχωρήσουμε στην ένταξη, απορρίπτοντας τον δρόμο της απομόνωσης «με την προοπτική, πάντοτε, να διακριθούμε στην ποιότητα, που σημαίνει στο πνεύμα». Προϋπόθεση, όμως, αποτελεί η ύπαρξη μιας παιδείας σοβαρής και βαθιάς, «γιατί μόνο με αυτή θα μπορέσουμε να διακριθούμε σε ένα νέο δρόμο διατηρώντας ταυτόχρονα και τα χαρακτηριστικά της φυσιογνωμίας μας». Πολλές φορές, νιώθοντας τον κίνδυνο που διατρέχει ο πολιτισμός μας – δυστυχώς, κυρίως από τους ίδιους τους φορείς του –, περιμένουμε έναν από μηχανής Θεό να έρθει και να μας σώσει.

Για να επιβιώσει ένας λαός, πρέπει να υπάρχει συλλογική βούληση και θέληση. Πρέπει να αντιληφθούμε ότι οι σωτήρες που περιμένουμε, είμαστε εμείς οι ίδιοι. Ο κάθε λαός είναι φορέας του πολιτισμού του και έχει υποχρέωση να τον αναπαράγει, να τον εξελίσσει και να τον βελτιώνει, αφού πρώτα όμως τον σεβαστεί και τον αγαπήσει. Είναι στο χέρι μας να μη διακοπεί η διαχρονική σχέση πολιτισμού, τόπου και ανθρώπου στην όμορφή μας πατρίδα.

Οι ανησυχίες και οι προβληματισμοί που εξέφραζε κάποτε ο Οδυσσέας Ελύτης ορθώνονται σήμερα μπροστά μας, τόσο επίκαιρα. Όπως έλεγε ο Σέλλεϊ (Άγγλος ρομαντικός ποιητής) «σκοπός του ποιητή δεν είναι μόνον το να θεωρεί το παρόν ως έχει (…) αλλά μέσα στο παρόν να διακρίνει το μέλλον». Γι’ αυτόν τον λόγο ακριβώς – και για τόσους άλλους – είναι σημαντικό να μην υποτιμούμε, αλλά να γνωρίσουμε και να αγαπήσουμε την ποίηση. Ο ποιητής διακρίνει μιαν αλήθεια που δε φαίνεται με μάτι γυμνό και μέσα από τα ποιήματά του, προσπαθεί να μας βοηθήσει να την αντιληφθούμε.

Όταν ο Χατζιδάκης επισκέφθηκε τον Οδυσσέα Ελύτη στο νοσοκομείο τον ρώτησε: «Γιατί τα κάνουμε όλα αυτά»; «Για την Ελλάδα», του απάντησε ο μεγάλος ποιητής.

Γραφείο Τύπου
Π.Ε.Ο.Φ Θεσσαλονίκη